- πιτζάμα
- ηβλ. πιζάμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πιτζάμα — και πιζάμα, η, Ν ελαφρό ένδυμα που χρησιμοποιείται στον ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pyjzama / pajama < νεοϊνδ. pāē jāmah «φαρδύ πανταλόνι»] … Dictionary of Greek
πυζάμα — και πυτζάμα, η, Ν η πιτζάμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πιτζάμα] … Dictionary of Greek
πιζάμα — η, Ν βλ. πιτζάμα … Dictionary of Greek